- κρασοβάρελο
- τοβαρέλι κρασιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρασοβάρελο — το 1. το βαρέλι όπου φυλάγεται το κρασί 2. μτφ. άνθρωπος που πίνει πολύ κρασί, κρασοπατέρας, μπεκρής … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
οινοβάρελο — το βαρέλι για κρασί, κρασοβάρελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οίνος + βαρέλι. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek